παρώα

παρώα
ἡ, Α
παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ᾤα / ὤα «άκρη υφάσματος, παρυφή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρῴας — παρῴᾱς , παρῴα hem fem acc pl παρῴᾱς , παρῴα hem fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρωον — τό, Α η παρώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού παρῴα, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • παρώας — ὁ, θηλ. παρώα και παρόα και παρούα ἡ, Α (για ίππο) καστανός («τὸ δὲ χρῶμα ἔχει μέσον τι τεφροῡ καὶ πυρροῡ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρῶα, όπως επίσης και οι αιτ. παρόαν, παρούαν και παραύαν, που μαρτυρούνται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”